- άπλευρος
- -η, -ο (Α ἄπλευρος, -ον)νεοελλ.αυτός που δεν έχει πλευρέςαρχ.(για ανθρώπους και ζώα) εκείνος που έχει στενό θώρακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄπλευρος — without sides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλευρον — ἄπλευρος without sides masc/fem acc sg ἄπλευρος without sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλευρότατοι — ἄπλευρος without sides masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλευρότερα — ἄπλευρος without sides neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλεύροις — ἄπλευρος without sides masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλευροι — ἄπλευρος without sides masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek